ἔνθεο

ἔνθεο
ἔρχομαι
ibo
aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
ἔρχομαι
ibo
aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
ἐντίθημι
put in
aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ένθεος — η, ο και ένθους, ουν (AM ἔνθεος, ον και ἔνθους, ουν) αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.) νεοελλ. (συνήθ. το συνηρ. ένθους) ενθουσιώδης,… …   Dictionary of Greek

  • ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”